γαληνεύω
1γαληνεύω — γαληνεύω, γαλήνεψα, γαληνεμένος βλ. πίν. 17 …
2γαληνεύω — [γαλήνη] 1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον 3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω …
3γαληνεύω — γαλήνεψα, γαληνεμένος 1. μτβ., ηρεμώ, καταπραΰνω, καθησυχάζω, μερώνω κάποιον. 2. αμτβ., ησυχάζω, ηρεμώ, καλμάρω: Είναι νευρικός αλλά γαληνεύει πάντα μόλις βλέπει το εγγόνι του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ειρηνεύω — ειρήνευσα και ειρήνεψα, ειρηνεμένος, ως μτβ. 1. συμφιλιώνω αντιπάλους, ειρηνοποιώ: Είχαν έχθρα χρόνια και τους ειρήνευσα. 2. μτφ., καταπαύω τις εχθροπραξίες, την εξέγερση. 3. καθησυχάζω, καταπραΰνω, μερώνω: Τα ειρήνευσα τα καημένα τα παιδάκια που …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αγαλήνευτος — η, ο [γαληνεύω] 1. (για ανθρώπους) ανήσυχος, ταραγμένος, ακαλμάριστος 2. (για τη θάλασσα) τρικυμισμένος …
6γαλήνεμα — το [γαληνεύω] 1. η κατάσταση τής θάλασσας όταν γαληνεύει, όταν ηρεμεί και πάλι μετά τη θαλασσοταραχή 2. καταπράυνση, καθησύχαση …
7γλαρώνω — 1. γαληνεύω, ηρεμώ 2. έχω τάση για ύπνο, νυστάζω 3. αποκοιμιέμαι, βυθίζομαι στον ύπνο 4. (μτβ.) κοιτάζω με τρυφερότητα, γλυκοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιλαρώνω < μτγν. ιλαρώ «χαροποιώ, φαιδρύνω»] …
8ειρηνεύω — (AM εἰρηνεύω) 1. αποκαθιστώ την ειρήνη, συμφιλιώνω τους αντιπάλους 2. καταπαύω εξέγερση, επιτυγχάνω ή επιβάλλω την ειρήνη 3. παύω να είμαι σε εμπόλεμη κατάσταση, συνδιαλλάσσομαι μσν. νεοελλ. καθησυχάζω (με χάδια, γλυκά λόγια κ.λπ.) νεοελλ. 1.… …
9εξευδιάζω — ἐξευδιάζω (AM) [ευδιάζω] γαληνεύω, καταπραΰνω …
10ευδιάζω — και βδιάζω και βιδιάζω (ΑΜ εὐδιάζω) [ευδία] (για καιρό) γίνομαι αίθριος, γαληνεύω («μόλις βδιάσει θα ξεκινήσουμε») μσν. νεοελλ. απρόσ. ευδιάζει γίνεται γαλήνη αρχ. 1. κάνω κάποιον γαλήνιο, ήσυχο 2. μέσ. εὐδιάζομαι είμαι γαλήνιος, ηρεμώ …