γαλακτώδης
1γαλακτώδης — milk warm masc/fem acc pl (attic epic doric) γαλακτώδης milk warm masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) γαλακτώδης milk warm masc/fem nom sg …
2γαλακτώδης — ες (AM γαλακτώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με γάλα στη λευκότητα 2. «γαλακτώδης χυμός» ο θρεπτικός χυμός τών φυτών αρχ. 1. χλιαρός σαν γάλα που μόλις έχει αρμεχτεί 2. (για κρασί) κρασί γλυκύτερο και πιο πηχτό από τα συνηθισμένα …
3γαλακτώδης χυμός — Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα).… …
4γαλακτώδει — γαλακτώδης milk warm masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) γαλακτώδης milk warm masc/fem/neut dat sg γαλακτώδεϊ , γαλακτώδης milk warm dat sg (epic) …
5γαλακτώδη — γαλακτώδης milk warm neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γαλακτώδης milk warm masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γαλακτώδης milk warm masc/fem acc sg (attic epic doric) …
6γαλακτῶδες — γαλακτώδης milk warm masc/fem voc sg γαλακτώδης milk warm neut nom/voc/acc sg …
7γαλακτώδεα — γαλακτώδης milk warm neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γαλακτώδης milk warm masc/fem acc sg (epic ionic) …
8γαλακτώδεις — γαλακτώδης milk warm masc/fem acc pl γαλακτώδης milk warm masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
9γαλακτώδεσι — γαλακτώδης milk warm masc/fem/neut dat pl …
10γαλακτώδεσιν — γαλακτώδης milk warm masc/fem/neut dat pl …