γαλακτοπότης
1γαλακτοπότης — milk drinker masc nom sg γαλακτοποτέω drink milk imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2γαλακτοπότης — ο (Α γαλακτοπότης) αυτός που πίνει κυρίως ή αποκλειστικά γάλα …
3γαλακτοπόται — γαλακτοπότης milk drinker masc nom/voc pl γαλακτοπότᾱͅ , γαλακτοπότης milk drinker masc dat sg (doric aeolic) …
4γαλακτοποτέων — γαλακτοπότης milk drinker masc gen pl (epic ionic) γαλακτοποτέω drink milk pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …
5γαλακτοπόταις — γαλακτοπότης milk drinker masc dat pl …
6γαλακτοπότῃ — γαλακτοπότης milk drinker masc dat sg (attic epic ionic) …
7γαλακτοπότας — γαλακτοπότᾱς , γαλακτοπότης milk drinker masc acc pl γαλακτοπότᾱς , γαλακτοπότης milk drinker masc nom sg (epic doric aeolic) …
8γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …
9γαλακτοποσία — η (AM γαλακτοποσία) [γαλακτοπότης] το να πίνει κανείς γάλα …
10γαλακτοποτώ — γαλακτοποτῶ ( έω) (Α) [γαλακτοπότης] τρέφομαι αποκλειστικά ή κυρίως με γάλα …