γαλάζιος

  • 41Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 42Γιάνινγκς, Έμιλ — (Emil Jannings, Ρόρσαχ, Ελβετία 1884 – Στρομπλ, Αυστρία 1950). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Επιβλήθηκε στο θέατρο ύστερα από μακρά και σκληρή μαθητεία, κατά τη διάρκεια της οποίας πήρε μέρος ακόμα και σε ασήμαντους… …

    Dictionary of Greek

  • 43Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …

    Dictionary of Greek

  • 44ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… …

    Dictionary of Greek

  • 45Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 46Κλέε, Πάουλ — (Paul Κlee, Μίνχεμπουχζεε, Βέρνη 1879 – Μουράλτο, Λοκάρνο 1940). Ελβετός ζωγράφος. Συγκαταλέγεται μεταξύ των πρωτοπόρων της μοντέρνας ζωγραφικής. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τις λεπτές και ενίοτε ειρωνικές μορφές της ζωγραφικής και των σχεδίων …

    Dictionary of Greek

  • 47λαζόνλιθος ή λαζουλίτης — Ορυκτό φωσφορικό άλας του αργιλίου, μαγνησίου και σιδήρου, του τύπου (Mg,Fe2)Al2(PO4)2(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινέςσύστημα σχηματίζοντας διπυραμιδικούς κρυστάλλους με βαθύ κυανό έως κυανόλευκο χρώμα. Η ονομασία του προέρχεται από τη… …

    Dictionary of Greek

  • 48Λανγκ, Τζέσικα — (Jessica Lange, Μινεσότα 1949 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς της, αλλά από πολύ νωρίς την κέρδισε η υποκριτική. Στη δεκαετία του 1960 ασπάστηκε το κίνημα των χίπις και πέρασε αρκετό διάστημα… …

    Dictionary of Greek

  • 49Μαν, Χάινριχ — (Heinrich Mann, Λίμπεκ, 1871 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια, 1950). Γερμανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ήταν γιος ενός πλούσιου μεγαλέμπορου και μεγαλύτερος αδερφός του διάσημου συγγραφέα Τόμας Μαν. Σπούδασε στο Βερολίνο και στο… …

    Dictionary of Greek

  • 50Μαρκ, Φραντς — (Franz Marc, 1880 – 1916). Γερμανός ζωγράφος. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στο Μόναχο. Ο πατέρας του ήταν αγιογράφος και ο ίδιος επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τη γαλλική ζωγραφική, από τον μετα ιμπρεσιονισμό καθώς και από τον ορφικό κυβισμό του… …

    Dictionary of Greek