γαλάζιος

  • 21γαλαζόχορτο — το το φυτό ευφόρβιον η λαθυρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλάζιος + χόρτο] …

    Dictionary of Greek

  • 22γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …

    Dictionary of Greek

  • 23εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …

    Dictionary of Greek

  • 24θαλασσής — ιά, ί [θάλασσα] αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, ο γαλάζιος …

    Dictionary of Greek

  • 25κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 26κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… …

    Dictionary of Greek

  • 27κυανόχρους — ουν (Α κυανόχρους, ουν και οος, οον και κυανόχρως, ων) νεοελλ. γαλάζιος, θαλασσής αρχ. αυτός που έχει σκούρο μπλε χρώμα (α. «κυανόχροα λίμνης ἑρπετά», Οππ. β. «καὶ κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος», Αλκίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χροῦς «χρώμα»… …

    Dictionary of Greek

  • 28λαζούριος — λαζούριος, ὁ (Μ) κυανός, γαλάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. lazurdi, azure] …

    Dictionary of Greek

  • 29μπλε — ο, η, το άκλ. 1. κυανός, σκούρος γαλάζιος, μπλάβος 2. (το ουδ.) το μπλε το κυανό, το βαθυγάλαζο χρώμα 3. φρ. «τόν έκανε μπλε στο ξύλο» ή «τόν έκανε μπλε από το ξύλο» τόν έδειρε πολύ, τὸν μελάνιασε στο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bleu < φραγκικό… …

    Dictionary of Greek

  • 30μπλου — ο, η, το άκλ. μπλε, σκούρος γαλάζιος, βαθυκύανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. blue (πρβλ. λ. μπλε)] …

    Dictionary of Greek