γαιήοχος
1Γαιήοχος — earth moving masc nom sg …
2γαιήοχος — earth moving masc/fem nom sg …
3γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… …
4γαιάχος ή γαιήοχος — Επίθετο που αποδιδόταν σε πολλούς θεούς της αρχαίας Ελλάδας, γιατί σήμαινε εκείνον που είχε τη γη της περιοχής που προστάτευε. Ιδιαίτερα προσέδιδαν το επίθετο αυτό στον Ποσειδώνα στη Λακωνία, όπου υπήρχε ιερό του. Ο Όμηρος και ο Πίνδαρος το… …
5γαιάοχον — γαιήοχος earth moving masc/fem acc sg γαιήοχος earth moving neut nom/voc/acc sg …
6γαιήοχον — γαιήοχος earth moving masc/fem acc sg γαιήοχος earth moving neut nom/voc/acc sg …
7γαιαόχου — γαιήοχος earth moving masc/fem/neut gen sg …
8γαιαόχῳ — γαιήοχος earth moving masc/fem/neut dat sg …
9Γαιηόχου — Γαιήοχος earth moving masc gen sg …
10γαιηόχου — γαιήοχος earth moving masc/fem/neut gen sg …