γαγγάμη
1γαγγάμη — small round net fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2γαγγάμῃ — γαγγάμη small round net fem dat sg (attic epic ionic) …
3γαγγάμη — και γαγγάβα, η (Α γάγγαμον) είδος διχτυού με στερεό συρμάτινο σάκκο για συλλογή στρειδιών, σπόγγων, κοραλλιών (μτφ., «μέγα δουλείας γάγγαμον», Αισχ.) αρχ. το μέρος της κοιλιάς γύρω από τον αφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Χωρίς να… …
4γαγγάμας — γαγγάμᾱς , γαγγάμη small round net fem acc pl γαγγάμᾱς , γαγγάμη small round net fem gen sg (doric aeolic) …
5γάγγαμον — το (Α) βλ. γαγγάμη …
6γαγγάβα — η γαγγάμη* …
7γκαγγάβα — η η γογγάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γαγγάμη] …
8δράγα — και δράγγα και ντράγγα, η 1. βυθοκόρος 2. γαγγάμη, στρειδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. drague < (αγγ.) drag «σέρνω»] …
9στρειδολόγος — ο, Ν (στην παράκτια αλιεία) αλιευτικό όργανο κατάλληλο για τη συλλογή στρειδιών και άλλων οστράκων, γαγγάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρείδι + λόγος*] …
10γαγγάμαι — γαγγάμᾱͅ , γαγγάμη small round net fem dat sg (doric aeolic) …
- 1
- 2