γαβγίζω

  • 21λατραβιάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβιάζειν και λατραβίζω συνδέονται με το λατ. latrō, πιθ. με σημ. «γαβγίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 22μαψυλάκας — μαψυλάκας, ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α) 1. (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει μάταια 2. (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + ὑλακή (< ὑλῶ «γαβγίζω»), σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 23ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα …

    Dictionary of Greek

  • 24περιυλακτώ — έω, Α γαβγίζω γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὑλακτῶ «γαυγίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 25προκυνώ — έω, Α (για κυνηγετικό σκυλί) γαβγίζω πριν από την ανεύρεση τού θηράματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυνῶ «καταγλωττίζω, φιλώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 26ρύζω — και ῥυζῶ, έω, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) ράζω, γρυλλίζω ή γαβγίζω 2. (για γεράκι) κρώζω, κράζω 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥύζουσι διαμωκῶνται, μισοῡσι, γογγύζουσι» β) «ῥυζῶν πενθῶν διὰ τὸ τοὺς πενθοῡντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 27υλάκτης — ὁ, Α ὑλακτητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. σχηματισμός < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και επίθημα της (πρβλ. ὑλάσσω, ὑλαγμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 28υλάκτωρ — ορος, ὁ, Α 1. αυτός που γαβγίζει 2. όνομα κυνηγετικού σκύλου τού Ακταίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και κατάλ. τωρ* (πρβλ. ὑλακή, ὑλάσσω)] …

    Dictionary of Greek

  • 29υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] …

    Dictionary of Greek

  • 30υλακή — η / ὑλακή, ΝΑ η κραυγή τού σκύλου, το γάβγισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και κατάλ. ή. Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] …

    Dictionary of Greek