γαίας

  • 21Υπερίων — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, ένας από τους Τιτάνες. Παντρεύτηκε την αδελφή του Θεία. Από το γάμο αυτό είχε τρία παιδιά, τον Ήλιο, τη Σελήνη και την Ηώ. Ο Όμηρος τον ταυτίζει με τον Ήλιο. * * * ο / Ὑπερίων, ονος, ΝΑ, και Υπερίωνας Ν… …

    Dictionary of Greek

  • 22Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …

    Dictionary of Greek

  • 23Φόρκυς — Θαλασσινός θεός της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια ως πατέρας της Θοόσης, μητέρας του Πολύφημου. Με το όνομά του ήταν γνωστό ένα λιμάνι στην Ιθάκη. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου, ήταν γιος του Πόντου… …

    Dictionary of Greek

  • 24άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… …

    Dictionary of Greek

  • 25ανταίος — Μυθολογικό πρόσωπο.Γίγαντας, γιος του Ποσειδώνα και της Γαίας. Βασίλευε στη Λιβύη και προκαλούσε όσους ξένους έφταναν στο βασίλειό του να αγωνιστούν μαζί του (η λέξη ανταίος σημαίνει αντίπαλος). Τους νικούσε όμως όλους, επειδή μόλις έβλεπε πως… …

    Dictionary of Greek

  • 26αποπρό — ἀποπρό επίρρ. (Α) 1. πολύ μακριά 2. (ως πρόθ.) μακριά από κάτι («ἀποπρὸ νεῶν, πατρίδος γαίας») …

    Dictionary of Greek

  • 27γίγαντας — ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο) πληθ. Γίγaντες, οι μυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς μσν. νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγαλόσωμος 2. υπερβολικά δυνατός νεοελλ. 1. ρωμαλέος, ηρωικός 2. (στα παραμύθια) δράκος,… …

    Dictionary of Greek

  • 28γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …

    Dictionary of Greek

  • 29γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… …

    Dictionary of Greek

  • 30εξέρρω — ἐξέρρω (Α) [έρρω] φρ. «ἔξερρε γαίας τῆσδε» φύγε μακριά από δω, τσακίσου …

    Dictionary of Greek