γαίας

  • 11ROMA — I. ROMA Latii in Italia urbs, de cuius origine et conditore diversa legimus apud auctores. Receptissima opinio est, a Romulo et Remo fratribus conditam fuisse, unde et nomen acceperit, an. primô septimae Olympiadis, teste Dionysiô Halicarnasseô,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12TERRAE Filius — apud Cic. l. 7. ad Trebatium, Ep. 9. ignobilis, ignotus est. Minucius Fel. Ignobiles et ignotos, Terrae filios nominamus. Tertullianus, Apolog. c. 10. Terrae filios vulgus vocat, quorum genus incertum est. Ipse Circer. ad Aattic. Ep. 13. l. 1.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13UMBILICUS — quoe iliorum umbo, Isidor. ad libros a Romanis translatus est. Libris enim materiam coretx olim, papyrus, carbasus, ovilla tergora, lintei, plumbum, et alia suppeditârunt, ut cuilibet animadvertere promptum est. Vide supra. Iidem quod circum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 15Λυκομίδαι — Λυκομίδαι, οἱ (Α) παλαιό και σημαντικό αττικό γένος ευπατριδών που είχε την έδρα του στον δήμο Φλυέων τής Αττικής, όπου και τελούσε μυστήρια προς τιμήν τής Γαίας, τής Δήμητρος, τού Έρωτος και τού Δαφνηφόρου Απόλλωνος, γένος από το οποίο καταγόταν …

    Dictionary of Greek

  • 16Νηρεύς — ο (Α Νηρεύς, έως και ιων. ῆος) μυθ. θαλάσσιος θεός, γιος τού Πόντου και τής Γαίας και πατέρας τών Νηρηίδων αρχ. μετωνυμ. θάλασσα («Λίβυς Νηρεύς» το Λιβυκό πέλαγος, η Θάλασσα τής Λιβύης, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ονομασία Νηρεύς για τον… …

    Dictionary of Greek

  • 17Ρέα — Θεά της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις Τιτανίδες, κόρη της Γαίας και του Ουρανού. Ήταν σύζυγος του αδελφού της Κρόνου και μητέρα της Εστίας, της Δήμητρας, της Ήρας, του Άδη, του Ποσειδώνα και του Δία. Ο Κρόνος καταβρόχθιζε όλα τα παιδιά που… …

    Dictionary of Greek

  • 18Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… …

    Dictionary of Greek

  • 19Τριπτόλεμος — Κατά την ελληνική μυθολογία, θεότητα που σχετίζεται με τη διάδοση της καλλιέργειας της γης. Σύμφωνα με μία εκδοχή ο Τ. ήταν ένας από τους Ελευσίνιους ήρωες που βοήθησαν τη θεά Δήμητρα όταν εκείνη, ψάχνοντας να βρει την κόρη της Περσεφόνη, έφτασε… …

    Dictionary of Greek

  • 20Τυφών — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που η κορφή του έφτανε στα άστρα και τα χέρια του στην Ανατολή και τη Δύση. Από τα μάτια του έβγαιναν φλόγες, και από τα εκατό κεφάλια του κραυγές και σφυρίγματα. Αποτελούσε προσωποποίηση της έκρηξης των… …

    Dictionary of Greek