γέως
1κακόγεως — κακόγεως, ω, ὁ (Μ) (για τόπο) αυτός που έχει άγονο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γεως (< γῆ), πρβλ. λευκό γεως, ξανθό γεως] …
2καταγεώτης — καταγεώτης, ὁ (Α) (Ησύχ.) ο νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατά γεως, αμάρτυρος παρλλ. τ. τού κατά γειος (πρβλ. λεπτό γεως, μεσό γεως)] …
3λεπτόγαιος — και λεπτόγειος, ο και λεπτόγεως, ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, ον και λεπτόγεως, ων) αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος… …
4λιπόγεως — λιπόγεως, ων (Α) αυτός που έχει έλλειψη γης, που στερείται γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γεως (άλλη μορφή στην ιων. αττ. τού θ. τής λ. γῆ*), πρβλ. βαθύ γεως, λεπτό γεως] …
5λυπρόγεως — λυπρόγεως, ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM) 1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον η ξηρότητα τής γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτό… …
6ξανθόγεως — ξανθόγεως, ων (Α) (για τόπο) αυτός που έχει ξανθό, πυρρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + γεως (< γαία), πρβλ. μεσό γεως, χρυσό γεως] …
7εύγεως — εὔγεως, ων (Α) ο εύγειος* («ἥ γε ἄλλη πεδιὰς καὶ εὔγεώς ἐστι πᾱσα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γεως (< γαία, γη), πρβλ. λεπτό γεως] …
8μελάγγειος — μελάγγειος, ον και μελάγγεως, ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, ον) (για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γειος / γεως / γαιος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ.… …
9χρυσόγειος — ον, και χρυσόγεως, ων, Α αυτός τού οποίου το έδαφος περιέχει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γειος / γεως (< γῆ*), πρβλ. λεπτό γειος / λεπτό γεως] …
10ψαμμόγεως — ων, Α αυτός που έχει αμμώδες έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + γεως (βλ. λ. γη), πρβλ. χρυσό γεως] …
- 1
- 2