-
1 γένι
[гени] ουσ. о. борода.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γένι
-
2 борода
-
3 борода
бородаж τά γέν(ε)ια, τό γένι, τό γέ-νειον, ἡ γενιάδα [-άς]:отпускать бороду ἀφήνω γένια; ◊ Сии я я \борода ὁ Κυανοπώ-γων, ὁ Γάλαζογένης. -
4 борода
[μπαραντά] ουσ. θ. γένι -
5 борода
[μπαραντά] ουσ θ γένι -
6 борода
-ы, αιτ. бороду, πλθ. бороды, -од θ.1. γένι, γένια, γενιάδα•отпускать -у αφήνω γένια•
длинная борода μακριά γενιάδα.
2. τα δυο υποράμφια λειριά•петушья борода τα υποράμφια Αειριά του κόκκορα.
εκφρ.смеяться в -у – κρυφογελώ, γελώ κάτω από τα μουστάκια.
См. также в других словарях:
γένι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι… … Dictionary of Greek
γενί — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι… … Dictionary of Greek
γένι — το 1. το τρίχωμα που φυτρώνει στα μάγουλα και στο πιγούνι των αντρών, η γενειάδα, το μούσι: Πολλοί άντρες αφήνουν γένια ως ένδειξη πένθους. 2. φρ., «Ο παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του», γι’ αυτόν που φροντίζει πρώτα τον εαυτό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… … Dictionary of Greek
γένειο — το (AM γένειον) βλ. γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γένι] … Dictionary of Greek
κακογένης — κακογένης, ὁ (Μ) αυτός που δεν έχει γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γένης (< γένι[ν]), πρβλ. μακρο γένης, πυκνο γένης] … Dictionary of Greek
κοκκινογένης — ο αυτός που έχει πυρρό, κοκκινωπό γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + γένης (< γένι), πρβλ. μαυρο γένης, ψαρο γένης] … Dictionary of Greek
μπαμ-τερλελέ — το άκλ. μικρό γένι κάτω από το κάτω χείλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σατιρική απόδοση τού γαλλ. barbe imperiale «αυτοκρατορικό γένι», σαν τού Ναπολέοντος Γ] … Dictionary of Greek
ξανθοαρχιγένειος — ή ξανθοαρτιγένειος, ον (Μ) (για το γένι) αυτός που αρχίζει να βγάζει ξανθές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + αρχι * + γένειος (< γένι). Ο τ. ξανθοαρτιγένειος < ξανθός + ἀρτιγένειος «αυτός που έβγαλε πρόσφατα γένια»] … Dictionary of Greek
οξυπώγων — ὀξυπώγων, ον (Α) αυτός που έχει μυτερό πώγωνα, αιχμηρό γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πώγων «γένι» (πρβλ. ξανθο πώγων)] … Dictionary of Greek
πωγωνίτης — ὁ, Α αυτός που έχει πώγωνα, γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. σιαγον ίτης)] … Dictionary of Greek