Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γένι

См. также в других словарях:

  • γένι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι… …   Dictionary of Greek

  • γενί — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι… …   Dictionary of Greek

  • γένι — το 1. το τρίχωμα που φυτρώνει στα μάγουλα και στο πιγούνι των αντρών, η γενειάδα, το μούσι: Πολλοί άντρες αφήνουν γένια ως ένδειξη πένθους. 2. φρ., «Ο παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του», γι’ αυτόν που φροντίζει πρώτα τον εαυτό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… …   Dictionary of Greek

  • γένειο — το (AM γένειον) βλ. γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γένι] …   Dictionary of Greek

  • κακογένης — κακογένης, ὁ (Μ) αυτός που δεν έχει γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γένης (< γένι[ν]), πρβλ. μακρο γένης, πυκνο γένης] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινογένης — ο αυτός που έχει πυρρό, κοκκινωπό γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + γένης (< γένι), πρβλ. μαυρο γένης, ψαρο γένης] …   Dictionary of Greek

  • μπαμ-τερλελέ — το άκλ. μικρό γένι κάτω από το κάτω χείλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σατιρική απόδοση τού γαλλ. barbe imperiale «αυτοκρατορικό γένι», σαν τού Ναπολέοντος Γ] …   Dictionary of Greek

  • ξανθοαρχιγένειος — ή ξανθοαρτιγένειος, ον (Μ) (για το γένι) αυτός που αρχίζει να βγάζει ξανθές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + αρχι * + γένειος (< γένι). Ο τ. ξανθοαρτιγένειος < ξανθός + ἀρτιγένειος «αυτός που έβγαλε πρόσφατα γένια»] …   Dictionary of Greek

  • οξυπώγων — ὀξυπώγων, ον (Α) αυτός που έχει μυτερό πώγωνα, αιχμηρό γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πώγων «γένι» (πρβλ. ξανθο πώγων)] …   Dictionary of Greek

  • πωγωνίτης — ὁ, Α αυτός που έχει πώγωνα, γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. σιαγον ίτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»