γέλωτι καὶ λαλιῇ καὶ κ

  • 1κατάμυσις — κατάμυσις, ἡ (Α) [καταμύω] 1. το κλείσιμο τών ματιών 2. το νεύμα με τα βλέφαρα («γέλωτι και λαλιῇ καὶ καταμύσει», Αρετ.) …

    Dictionary of Greek