γάρος
1γάρος — sauce masc nom sg …
2γάρος — ο (AM γάρος, ο, Μ και γάρος, το) 1. η άλμη, η σαλαμούρα μέσα στην οποία διατηρούνται ελιές, ψάρια, λαχανικά κ.λπ. 2. σάλτσα που γίνεται με μικρά ψάρια και αλάτι ή με αλατισμένα εντόσθια ψαριών, λάδι και λεμόνι νεοελλ. 1. φρ. «ο γάρος είναι τού… …
3γάρος — ο η άρμη, η σαλαμούρα: Το τυρί χάλασε γιατί δεν το βάλαμε σε γάρο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4γάρους — γάρος sauce masc acc pl …
5γαριάζω — και γαρίζω (Μ γαρίζω) 1. λερώνω, λιγδιάζω («τό γάριασες το πουκάμισο») 2. (αμτβ., για ενδύματα κυρίως λευκά) παίρνω χρώμα κιτρινωπό από το κακό πλύσιμο, γανιάζω 3. μελανιάζω απ το κλάμα, γανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαριάζω < γάρος ή < γαριά και… …
6γάρω — γάρον sauce neut nom/voc/acc dual γάρον sauce neut gen sg (doric aeolic) γάρος sauce masc nom/voc/acc dual γάρος sauce masc gen sg (doric aeolic) …
7γαράτος — η, ο [γάρος] (για ψάρια και τουρσιά) αυτός που διατηρείται μέσα σε γάρο, σε άρμη …
8γαρέλαιον — γαρέλαιον, το (Α) αλοιφή φτιαγμένη από γάρο και λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάρος + έλαιον] …
9γαριά — η [γάρος] η λίγδα, η βρομιά στα ρούχα …
10οξύγαρον — ὀξύγαρον και ὀξόγαρον, τὸ (Α) άρτυμα από ξίδι και γάρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + γάρος «άλμη»] …
- 1
- 2