βῶροι

  • 1Βώροι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 755 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυργιώτισσας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στην πεδιάδα της Μεσσάρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυμπακίου. Η παλαιά συνοικία του οικισμού έχει ανακηρυχτεί διατηρητέα για το φυσικό… …

    Dictionary of Greek

  • 2Βῶροι — Βῶρος masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3βωρεύς — βωρεύς, ο (Α) το ψάρι βούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με τη γλώσσα του Ησύχιου βώροι «οφθαλμοί» δεν έχει ισχυρή βάση, αφού στη λ. βώροι προϋποτίθεται πιθ. δίγαμμα δηλ. βώροι < *Fώροι (πρβλ. ορώ). Ίσως πρόκειται για αιγυπτιακή λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 4Πυργιώτισσας επαρχία — Παλαιά διοικητική διαίρεση (157 τ. χλμ.) του νομού Ηρακλείου. Πρωτεύουσα ήταν οι Βώροι. Η επαρχία οφείλει το όνομά της στη μικρή εκκλησία της Παναγίας της Πυργιώτισσας, που βρίσκεται κοντά στο Τυμπάκι. Η ονομασία εξάλλου Πυργιώτισσα οφείλεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 5u̯er-8 (*su̯er-) —     u̯er 8 (*su̯er )     English meaning: to observe, pay attention     Deutsche Übersetzung: “gewahren, achtgeben”     Material: Gk. only Fορ , with spiritus asper ὁρ : Hom. ἐπὶ ὄρονται ‘sie beaufsichtigen”, ὅρει ψυλάσσει Hes., u̯orós in… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary