βῆ φεύγων

  • 21παρεξελαύνω — ΜΑ [εξελαύνω] εξέρχομαι από κάτι («τοῡ ἀγαθοῡ παρατρέπη καὶ παρεξελαύνῃ», Νικ. Δαυίδ) αρχ. 1. περνώ οδηγώντας, προχωρώ κοντά σε κάποιον 2. υπερτερώ σε αγώνα, ξεπερνώ («εἰ γὰρ κ ἐν νύσση γε παρεξελάσησθα διώκων», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ κωπηλατώντας,… …

    Dictionary of Greek

  • 22πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …

    Dictionary of Greek

  • 23σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …

    Dictionary of Greek

  • 24τελωνικός — ή, όν, Α [τελώνης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελωνία* («κύκλῳ φεύγων τοὺς νόμους τοὺς τελωνικούς», Δημοσθ.) 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελωνικά τα τέλη, οι φόροι. επίρρ... τελωνικῶς Α όπως ο τελώνης τού Ευαγγελίου («μὴ… …

    Dictionary of Greek

  • 25τεφρώ — όω, Α [τέφρα] 1. (ενεργ. και μέσ.) καίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε τέφρα 2. καταστρέφω με πυρπόληση, με εμπρησμό («καὶ πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρων τεφρώσας», ΚΔ) 3. παθ. τεφροῡμαι, όομαι καλύπτομαι από τέφρα 4. (κατά τον Ησύχ.) «τεφρώσας… …

    Dictionary of Greek

  • 26χλαμύδιο — το / χλαμύδιον, ΝΜΑ [χλαμύς, ύδος] νεοελλ. 1. βοτ. το απλό ή διπλό περιάνθιο ενός άνθους 2. στον πληθ. τα χλαμύδια α) βοτ. τα υμενώδη περιβλήματα τού σπέρματος τών φυτών β) (μικρβλ.) ομάδα ή, κατ άλλους, τάξη αρνητικών κατά Γκραμ παρασιτικών… …

    Dictionary of Greek

  • 27ԱՆՑԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0249 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա.գ. πάροδος, διοδεύων, παροδεύων viator, transiens, permeans Որ անցանէ. իբր Անցորդ. ճանապարհորդ. ուղեւոր. անցւոր, ճամբորդ. ... *Եկն անցաւոր առ այրն մեծատուն …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 28ՓԱԽՉԵԼԻ — ( ) NBH 2 0924 Chronological Sequence: 5c, 8c, 10c, 11c φεύκτον fugiendum. Խորշելի. ուստի արժան է փախչել, կամ լինի փախչել. *Ոչ այսպէս ինչ բնութեանս փախչելի, որպէս ʼի սովորութեանն լինելով, եւ այլն: Են ինչ՝ որ հաճելիք են գործողին, եւ են ինչ՝ որ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 29ՓԱԽՍՏԵԱՅ — (տէի, ից կամ եայց.) NBH 2 0924 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c Տ. ՓԱԽՍՏԱԿԱՆ. φυγάς, φεύγων fugitivus, fugiens. *Փախստեայ փախստէի պատահեսցէ: Ամենայն փախստեայք յիւրաքանչիւր չարեաց՝ գային յաւելութիւնն ʼի նոսա: Նոցին որպէս… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 30he who fights and runs away, may live to fight another day — The phrase to live to fight another day is also used allusively. Cf. MENANDER Sent. 56 (Jaekel) ἀνὴρ ὁ φεύγων καὶ πάλιν μαχήσεται, a man who flees will fight again. The present form of the saying has superseded a pithy Middle English version: a… …

    Proverbs new dictionary