βᾶθ'

  • 1Βᾶθ' — Βατί , Βατίς skate fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2βᾶθ' — βᾶτε , βάζω speak fut ind act 2nd pl βᾶται , βάζω speak fut ind mid 3rd sg βᾶτε , βαίνω walk aor imperat act 2nd pl βᾶθι , βαίνω walk aor imperat act 2nd sg (doric) βᾶτε , βαίνω walk aor ind act 2nd pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Βάθ' — Βατί , Βατίς skate fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4βάθ' — βάτα , βάτης one that treads masc voc sg βάτα , βάτης one that treads masc nom sg (epic) βάται , βάτης one that treads masc nom/voc pl βάτᾱͅ , βάτης one that treads masc dat sg (doric aeolic) βάτα , βάτον blackberry neut nom/voc/acc pl βάτε ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5-τα — κατάλ. τού πληθ. αριθμού τών περιττοσύλλαβων ουδ. ονομάτων σε α, ατος (πρβλ. ὄνομα, ὀνόματος) η οποία χρησιμοποιήθηκε αναλογικά για τον σχηματισμό παρλλ. επεκταμένων τ. πληθ. αριθμού ισοσύλλαβων ουδ. ήδη τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. προσώπα τα:… …

    Dictionary of Greek

  • 6ζάβουλος — ο κουτός, βλάκας, ευήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβός + κατάλ. ουλος (πρβλ. βαθ ουλός, παχ ουλός)] …

    Dictionary of Greek

  • 7καλύτερος — η, ο πιο καλός, σε σύγκριση με κάποιον άλλο. επίρρ... καλύτερα 1. πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή») 2. φρ. α) «είμαι καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» βελτιώνεται η υγεία μου ή η κατάστασή… …

    Dictionary of Greek

  • 8λάφρος — το 1. ελαφρότητα, αλαφράδα 2. ανακούφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το λαφρός κατά τα ουδ. ουσ. σε ος που δηλώνουν ιδιότητα (πρβλ. βάθ ος, βάρ ος)] …

    Dictionary of Greek

  • 9μακρουλός — ή, ό (Μ μακρουλός, ή, όν) μακρύς, επιμήκης, στενόμακρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρύς, κατά τα βαθ ουλός, παχ ουλός (< αρχ. επίθ. σε υλός, πρβλ. παχ υλός)] …

    Dictionary of Greek

  • 10νερουλός — ή, ό (Μ νερουλός, ή, όν) αυτός που περιέχει πολύ νερό ή ο ρευστός σαν νερό, υδαρής νεοελλ. αυτός που στερείται συνεκτικότητας, σωματικής ή πνευματικής ευρωστίας, πλαδαρός, νερουλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + κατάλ. ουλός (πρβλ. βαθ ουλός, παχ… …

    Dictionary of Greek