βᾰτ-ης

  • 1βατ — το (λ. αγγλ.), μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής ισχύος: Πόσα βατ είναι η λάμπα; …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2βατ — (watt). Μονάδα μέτρησης δύναμης (ισχύος). Αντιστοιχεί σε 1 τζάουλ ανά δευτερόλεπτο και έχει σύμβολο W …

    Dictionary of Greek

  • 3Βᾶτ' — Βατί , Βατίς skate fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4βᾶτ' — βᾶτε , βάζω speak fut ind act 2nd pl βᾶται , βάζω speak fut ind mid 3rd sg βᾶτε , βαίνω walk aor imperat act 2nd pl βᾶτε , βαίνω walk aor ind act 2nd pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5Βατ, Τζέιμς — (James Watt, Γκρίνοκ, Σκοτία 1736 – Χίθφιλντ, Μπέρμιγχαμ 1819). Σκοτσέζος εφευρέτης, κατασκευαστής της πρώτης ατμομηχανής που λειτούργησε ομαλά και μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί ως παραγωγός κινητήριας δύναμης στη βιομηχανία. Πριν από αυτόν, ο Παπέν …

    Dictionary of Greek

  • 6εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… …

    Dictionary of Greek

  • 7λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …

    Dictionary of Greek

  • 8ημιβατικός — ή, ό (για ηλεκτρικό λαμπτήρα) αυτός που καταναλίσκει μισό βατ κατά κηρίο φωτεινής ισχύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βατ ικός (< βατ, μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. watt)] …

    Dictionary of Greek

  • 9ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …

    Dictionary of Greek

  • 10κιλοβάτ — (ΚW). Πολλαπλάσιο του βατ (W), δηλαδή της βασικής μονάδας ισχύος στον ηλεκτρισμό. H μονάδα του ηλεκτρικού ρεύματος που διαρρέει έναν αγωγό ισούται με 1 W (βατ), όταν η ένταση του ρεύματος ισούται με ένα Α (αμπέρ) και στα άκρα του αγωγού η τάση… …

    Dictionary of Greek