βᾰθῠμαλλος
1βαθύμαλλος — βαθύμαλλος, ον (Α) πυκνόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + μαλλος < μαλλός «μαλλί, τρίχωμα προβάτου» (πρβλ. δασύμαλλος)] …
2βαθύμαλλος — thick fleeced masc/fem nom sg …
3βαθύμαλλον — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem acc sg βαθύμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc sg …
4βαθυμάλλους — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem acc pl …
5βαθυμάλλων — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem/neut gen pl …
6βαθυμάλλῳ — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem/neut dat sg …
7βαθύμαλλα — βαθύμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc pl …
8βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …
9εριαχθής — ἐριαχθής, ές (Α) αυτός που έχει βαρύ έριον, ο βαθύμαλλος ή ο πολύ βεβαρημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) ή έριον + αχθής (< άχθος)] …
10εύειρος — εὔειρος και αττ. τ. εὔερος, ον (Α) αυτός που έχει καλό έριο, μαλλί, ο βαθύμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + είρος «μαλλί»] …