βᾰθύ-σπορος
1ιδιόσπορος — ἰδιόσπορος, ον (Α) 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰδιόσπορος γη που σπείρεται από τον ιδιοκτήτη 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ ἰδιόσπορα κτήματα σπαρμένα από τον ιδιοκτήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + σπορος (< σπόρος), πρβλ. βαθύ σπορος, εύ σπορος] …
2κακόσπορος — η, ο (Μ κακόσπορος, ον) ο γεννημένος από γονείς χαμηλής, μη ευγενούς καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σπορος (< σπόρος), πρβλ. βαθύ σπορος, πυκνό σπορος] …
3υστερόσπορος — ον, Μ αυτός που σπάρθηκε μετά από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. βαθύ σπορος, ὁμό σπορος] …