βόμβων
1βομβών — βομβών, ο (AM) ο βουβών*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του βουβών*, πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση προς το βόμβος*] …
2βομβών — masc nom/voc sg …
3βομβῶν — βομβάζω jeer at fut part act masc voc sg βομβάζω jeer at fut part act neut nom/voc/acc sg βομβάζω jeer at fut part act masc nom sg (attic epic ionic) βομβέω make a booming noise pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
4βόμβων — βόμβος booming masc gen pl …
5βομβῶνα — βομβών masc acc sg …
6βομβῶνας — βομβών masc acc pl …
7βομβῶνες — βομβών masc nom/voc pl …
8βομβῶνος — βομβών masc gen sg …
9βομβοβόλο — Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με… …
10βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… …