βάσανος
1βάσανος — touchstone fem nom sg …
2βάσανος — η (AM βάσανος) λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο) αρχ. μσν. βασανιστήριο, σωματική κάκωση 2. πόνος, ταλαιπωρία αρχ. 1. η λυδία λίθος,… …
3βασάνοις — βάσανος touchstone fem dat pl …
4βασάνοισιν — βάσανος touchstone fem dat pl (epic ionic aeolic) …
5βασάνου — βάσανος touchstone fem gen sg …
6βασάνους — βάσανος touchstone fem acc pl …
7βασάνων — βάσανος touchstone fem gen pl …
8βασάνῳ — βάσανος touchstone fem dat sg …
9βάσανοι — βάσανος touchstone fem nom/voc pl …
10βάσανον — βάσανος touchstone fem acc sg …
Страницы