βάσανος

  • 31δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 32πειρατήριον — τὸ, ΜΑ, ιων. τ. πειρητήριον Α μσν. βασανισμός, βασανιστήριο αρχ. 1. μέσο δοκιμασίας, δοκιμής 2. βάσανος, έλεγχος, δοκιμή 3. πειρασμός, παραπλάνηση 4. ορμητήριο πειρατών 5. πειρατική συμμορία. [ΕΤΎΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 33πολυβάσανος — ον, Μ αυτός που γίνεται με πολλά βάσανα, που χαρακτηρίζεται από πολλά βάσανα («πολυβάσανον μαρτύριον», Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βάσανος «βασανιστήριο, πόνος»] …

    Dictionary of Greek

  • 34σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …

    Dictionary of Greek

  • 35φιλοβάσανος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν οι δυσκολίες τής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βάσανος «πόνος, ταλαιπωρία, δοκιμασία, κάκωση»] …

    Dictionary of Greek

  • 36ԳԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 0528 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 12c, 13c գ. πληγή, μάστιξ, βάσανος Flagellum, verber, pulsatio Ծեծ. ձաղկանք. հարուած գաւազանի, եւ ապտակի. վէր, եւ բախումն. պատուհաս. խրատ. քէօթէկ, տայագ, վուրուշ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 37ՏԱՆՋԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0844 Chronological Sequence: 6c, 12c գ. βάσανος cruciatus, tormentum κόλασις punitio, castigastio μάστιξ flagellum πληγή plaga ἑμπαγμός, αἱτία caesio, verberatio στρέβλη, ἀφή ictus, percussio. (վր. տանջվա է գան.) Խոշտանգանք.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 38ՓՈՐՁԱՆՔ — (նաց, նօք.) NBH 2 0956 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 12c, 13c գ. ՓՈՐՁԱՆՔ πειρασμός tentatio πεῖρα experimentum βάσανος tormentum. որ եւ ՓՈՐՁԱՆ. Փորձուի. փորձ. եւ որ ինչ լինի ʼի փորձ բնութեանս. արկածք. պատահարք …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 39βασάνωι — βασάνῳ , βάσανος touchstone fem dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)