βάκχος
1βάκχος — Bacchus masc nom sg …
2Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα …
3Βάκχος. — См. Бахус …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4Βάκχος — ο επωνυμία του θεού Διόνυσου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5βάκχω — Βάκχος Bacchus masc nom/voc/acc dual Βάκχος Bacchus masc gen sg (doric aeolic) …
6βάκχε — Βάκχος Bacchus masc voc sg …
7βάκχοι — Βάκχος Bacchus masc nom/voc pl …
8βάκχοιο — Βάκχος Bacchus masc gen sg (epic) …
9βάκχοις — Βάκχος Bacchus masc dat pl …
10βάκχοισι — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) …