βάκχος

  • 91Κβελίνους ή Κέλεν — (Quellinus ή Quellin). Επώνυμο οικογένειας Φλαμανδών καλλιτεχνών του 17ου και του 18ου αι. 1. Έρασμος (1607 – 1678). Ζωγράφος. Ήταν καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Αμβέρσας, όταν γνωρίστηκε με τον Ρούμπενς, ο οποίος, διαβλέποντας το …

    Dictionary of Greek

  • 92Κορνέλιτς Βαν Χάαρλεμ — (Cornelisz van Haarlem, Χάαρλεμ 1562 – 1638). Ολλανδός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Ακαδημίας του Χάαρλεμ. Διακρίθηκε πολύ νωρίς ως καλλιτέχνης μεγάλης έμπνευσης και εξαιρετικής δεξιοτεχνίας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη του… …

    Dictionary of Greek

  • 93Κουαπέλ — (Coypel). Οικογένεια Γάλλων ζωγράφων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ζωγράφοι της Αυλής. 1. Αντουάν (Antoine, 1661 – 1722). Γιος και μαθητής του Νοέλ (βλ. 2.). Ακολούθησε τον πατέρα του στη Ρώμη και εκεί επηρεάστηκε βαθύτατα από την τέχνη… …

    Dictionary of Greek

  • 94Λάρισα — I Πόλη (124.394 κάτ.) της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (βλ. λ. Λαρίσης, νομός) και του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Λάρισας, δήμος). Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, εκτεινόμενη στις δύο όχθες του Πηνειού. Είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 95Λε Νεν — (Le Nain). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων του 17ου αι. με καταγωγή από το Λον αν Βερμαντουά. Επειδή συνεργάζονταν σε εργαστήριο που είχαν ιδρύσει στο Παρίσι το 1629, η διάκριση της προσωπικότητας του καθενός είναι δύσκολη. Υπήρξαν εξαίρετοι… …

    Dictionary of Greek

  • 96Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… …

    Dictionary of Greek

  • 97Ντικενουά, Φρανσουά — (Francois Duquesnoy, Βρυξέλλες 1594 – Λιβόρνο 1643). Βέλγος γλύπτης. Μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του Ιερώνυμο τον πρεσβύτερο. Το 1618 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη και προσχώρησε στο ρεύμα του αυστηρού κλασικισμού, που αντιπροσωπευόταν κυρίως από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 98Παλοίτη — Nησί που συνενώθηκε με τη Νάξο. Το νησί αυτό ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και Βάκχος …

    Dictionary of Greek

  • 99ρυγχιτίνες — (rhynchites). Γένος κολεόπτερων εντόμων του αθροίσματος των σαρκοφάγων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, που είναι διαδεδομένα σε όλη την υδρόγειο, αλλά περισσότερο στην Ευρώπη. Από τα γνωστότερα ευρωπαϊκά είδη… …

    Dictionary of Greek

  • 100βακχίδα — η 1.η συνοδός του θεού Διόνυσου που επονομαζόταν και Βάκχος. 2. γυναίκα μεθυσμένη και πρόθυμη για όργια: Το πάρτι ήταν γεμάτο βακχίδες …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)