βάκχος
81προσβακχεύω — Α 1. εμβάλλω βακχική μανία σε κάποιον («τὸν οἶστρον προσβακχεύσας ταῑς γυναιξί», Φιλόστρ.) 2. (για τη βακχική μανία) επέρχομαι, καταλαμβάνω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βακχεύω (< Βάκχος)] …
82σύβακχοι — και συβάκχοι, οί, Α ονομασία δύο φαρμάκων, δηλαδή δύο αποδιοπομπαίων κριών, που θυσιάζονταν στην Αθήνα για καθαρμό και από τους οποίους ο ένας ήταν μαύρος και θυσιαζόταν υπέρ τών ανδρών, ενώ ο άλλος ήταν λευκός και θυσιαζόταν υπέρ τών γυναικών.… …
83σύμβακχος — ό, ἡ, Α αυτός που συμμετέχει σε βακχικά όργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βάκχος] …
84υπόβακχος — ον, Α αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια τού Βάκχου, ενθουσιώδης, φρενιτιώδης, ξέφρενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + Βάκχος] …
85φιλόβακχος — ον, Α αυτός που συμπαθεί τον Βάκχο, αυτός που τού αρέσει το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Βάκχος] …
86ψυχοπλανής — ές, Α ψυχοπλάνος («ψυχοπλανὴς Βάκχος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νοο πλανής] …
87Γουάιατ, Ρίτσαρντ Τζέιμς — (Richard James Wyatt, 1795 – 1855). Άγγλος γλύπτης. Σπούδασε στο Λονδίνο και στη Ρώμη. Διακρίθηκε κυρίως για την πλαστική και ποιητική απόδοση των γυναικείων μορφών. Φιλοτέχνησε πολλά έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι: Νύμφη που λούζεται,… …
88Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… …
89Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …
90Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… …