βάκχος
71εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… …
72καταβακχεύω — (AM καταβακχεύω) 1. γεμίζω κάποιον με ενθουσιασμό, με βακχική μανία 2. μέσ. καταβακχεύομαι μαίνομαι βακχικώς, καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιασμό αρχ. μέσ. προσβάλλω, βρίζω χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βακχεύω «καταλαμβάνομαι από βακχικό… …
73καταβακχιούμαι — καταβακχιοῡμαι, όομαι (Α) βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση από βακχεία*, καταλαμβάνομαι από βακχική μανία, καταβακχεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βακχιοῦμαι «καταλαμβάνομαι από βακχική μανία» (< Βάκχος)] …
74κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …
75κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι …
76ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …
77ξυστοβόλος — ξυστοβόλος, ον (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που εξακοντίζει δόρυ («ξυστοβόλος Βάκχος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …
78παλιμβακχοβακχείος — παλιμβακχοβακχεῑος, ὁ (Μ) παλιμβάκχειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + Βάκχος + βακχεῖος] …
79παράβακχος — ον, ΜΑ μσν. άτακτος αρχ. όμοιος με βακχεύοντα, βακχικός, θεατρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βάκχος] …
80προβακχήϊος — ό, Α (ιων. τ. τού *προβάκχειος) προσωνυμία τού Διονύσου επειδή ήταν αρχηγός τών βακχευόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βάκχος + κατάλ. ήϊος (αντί ειος)] …