βάκχος

  • 61Σαραπιεία — τὰ, Α εορτή τού Σαράπιδος στην Τανάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάραπις + κατάλ. εῖα (πρβλ. Βακχ εῖα: Βάκχος)] …

    Dictionary of Greek

  • 62βάκηλος — βάκηλος, ο (Α) 1. ευνούχος στην υπηρεσία της θεάς Κυβέλης 2. θηλυπρεπής 3. βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ανατολικής προελεύσεως, που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε με μετάθεση από τις λέξεις κάβηλος και κάληβος, που έχουν την ίδια σημασία στον Ησύχιο, ενώ… …

    Dictionary of Greek

  • 63βάκχειος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από την Τανάγρα της Βοιωτίας (3oς αι. π.Χ.). Μαθητής του Ηρόφιλου, που άσκησε την ιατρική ως υπομνηματιστής του Ιπποκράτη. 2. Μιλήσιος άγνωστης εποχής, που έγραψε σημαντικά συγγράμματα για τη γεωργία, όπως… …

    Dictionary of Greek

  • 64βακχεία — Στην αρχαιότητα, γιορτές προς τιμήν του Βάκχου, οι οποίες από τη Μεγάλη Ελλάδα πέρασαν στη Ρώμη με την ονομασία Bacchanal (από το όνομα του Βάκχου = Bacchus), η οποία στα ελληνικά έχει αποδοθεί Μπακανάλια ή Βακ(χ)ανάλια και έτσι έχει επικρατήσει …

    Dictionary of Greek

  • 65βακχεύω — (Α) και βακχεύομαι (Μ) [Βάκχος] μσν. κατέχομαι από σφοδρή επιθυμία αρχ. 1. μετέχω σε βακχικές γιορτές 2. καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιασμό 3. εμπνέω σε κάποιον βακχική μανία …

    Dictionary of Greek

  • 66βακχιώτης — βακχιώτης, ο (Α) [Βάκχος] ο βακχευτής …

    Dictionary of Greek

  • 67βακχώ — βακχῶ ( άω) (Α) [Βάκχος] κατέχομαι από διονυσιακή μανία …

    Dictionary of Greek

  • 68βακχώδης — βακχώδης, ες (Α) [Βάκχος] αυτός που έχει κυριευθεί από τον Βάκχο …

    Dictionary of Greek

  • 69ευαστής — εὐαστής, οῡ και εὐάστης, ου, ὁ (Α) [ευάζω] 1. αυτός που κράζει ευαί, που βακχεύει 2. φρ. α) «εὐαστὴς θεός» ο Βάκχος β) «εὐαστὴς θρίαμβος» ο μικρός θρίαμβος, ο εύας* …

    Dictionary of Greek

  • 70εύιος — εὔιος, ὁ (Α) 1. επίθ. τού Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί («οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.) 2. ως κύριο όν. Εὔιος Βάκχος 3. ως επίθ. εὔιος, ον βακχικός («τελετὰς προτείνων εὐίους νεανίσιν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευάζω] …

    Dictionary of Greek