βάκχος

  • 51Bacchus — Bacchus, plur. car. 1) Der eigenthümliche Nahme des Gottes des Weines, in der Götterlehre der Griechen und Römer. Ein Sohn des Bacchus, figürlich ein Liebhaber des Weines. 2) Figürlich und in der dichterischen Schreibart, der Wein selbst. Im… …

    Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • 52Bacchvs — BACCHVS, i, Gr. Βάκχος, ου, (⇒ Tab. X. & ⇒ XVI.) 1 §. Namen. Diesen soll er, nach einigen, von βαχέω, ich heule, ich kreische, haben; Eustath. ap. Ludov Vivem ad Augustin. de C. D. lib. VI. c. 9. wogegen ihn andere von ἴακχος, und dieses wieder… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 53BABACTES et BACTES — BABACTES, et BACTES Bacchi cognomen, ἀπὸ τοῦ βαβάζειν, i. e. vociferavi. Bacchae enim, in Liberi Patris Orgiis, inconditos ululatus edebant. Hesrch. Βαβάκτης, ὀρχηςτὴς, ὑμνῳδὸς μανιῴδης, κραύγασος, ὅθεν καὶ Βάκχος …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 54-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …

    Dictionary of Greek

  • 55Βάκχη — Βάκχη, η (Α) [Βάκχος] 1. αυτή που μετέχει σε βακχικά όργια και κατέχεται από τον Βάκχο, μαινάς 2. είδος αχλαδιού 3. φρ. «Βάκχη Ἀΐδου», «βάκχη νεκύων» μανιασμένη ιέρεια του Άδη, μανιασμένη για να σκορπίζει τον θάνατο …

    Dictionary of Greek

  • 56Βακχίς — Βακχίς, η (Α) [Βάκχος] η Βάκχη …

    Dictionary of Greek

  • 57Βακχεύς — Βακχεύς, ο (Α) ο Βάκχος …

    Dictionary of Greek

  • 58Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 59Ορίβακχος — Ὀρίβακχος και Ὀρόβακχος, ὁ (Α) προσωνυμία που αποδόθηκε στον Βάκχο επειδή οι οργιαστικές τελετές γίνονταν στα βουνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρι / ορο (βλ. λ. όρος [II]) + Βάκχος] …

    Dictionary of Greek

  • 60Σαβάζιος — Θρακοφρυγική θεότητα που λατρευόταν στον ελληνικό κόσμο από τον 5o αι. π.Χ. Για τον εξωτικό και οργιαστικό χαρακτήρα της και για τη δημοτικότητα της μεταξύ των κατώτερων τάξεων, η λατρεία του Σ. κατακρίθηκε και χλευάστηκε από τους καλλιεργημένους …

    Dictionary of Greek