βάκχος
11βάκχοισιν — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) …
12βάκχον — Βάκχος Bacchus masc acc sg …
13βάκχου — Βάκχος Bacchus masc gen sg …
14βάκχους — Βάκχος Bacchus masc acc pl …
15βάκχων — Βάκχος Bacchus masc gen pl Βακχάω to be in Bacchic frenzy imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) Βακχάω to be in Bacchic frenzy imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
16βάκχῳ — Βάκχος Bacchus masc dat sg …
17Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …
18Dionysos — Pour les articles homonymes, voir Dionysos (homonymie). Dionysos assis sur une panthère, mosaïque du IVe siècle …
19ДИОНИС — • Dionysus, Διόνυσος, Διώνυσος, Βάκχος, Bacchus, Liber, Вакх, сын Зевса и Семелы (Ноm. Il. 14, 325), бог вина и виноделия, посредством вина веселящий сердце человека (χάρμα βροτοι̃σιν) и прогоняющий заботы и страдания (Λυαι̃ος,… …
20Ιόβακχος — Ἰόβακχος, ὁ (Α) 1. ο Βάκχος τον οποίο επικαλούνταν με την κραυγή ἰώ 2. ύμνος που άρχιζε με τη φράση ἰώ Βάκχε 3. στον πληθ. oἱ Ἰόβακχοι τα μέλη θρησκευτικού θιάσου στην Αθήνα για τη λατρεία τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφώνημα ἰώ + Βάκχος.… …