Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βότανα

См. также в других словарях:

  • βοτάνα — βοτάνᾱ , βοτάνη pasture fem nom/voc/acc dual βοτάνᾱ , βοτάνη pasture fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάνᾳ — βοτάναι , βοτάνη pasture fem nom/voc pl βοτάνᾱͅ , βοτάνη pasture fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάνας — βοτάνᾱς , βοτάνη pasture fem acc pl βοτάνᾱς , βοτάνη pasture fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάναν — βοτάνᾱν , βοτάνη pasture fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… …   Dictionary of Greek

  • άτονος — η, ο (AM ἄτονος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τόνο ή ένταση, ο εξασθενημένος 2. «άτονες λέξεις» εκείνες που δεν τονίζονται νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) νωθρός, οκνηρός 2. (για το βλέμμα) μη ζωηρός, ανέκφραστος 3. φρ. «άτονο έλκος» δυσκολοθεράπευτη… …   Dictionary of Greek

  • αβότανος — η, ο αυτός που δεν έχει βότανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ουσ. βότανο] …   Dictionary of Greek

  • αγριολογώ — (I) βρίζω, εξυβρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άγριος + παραγ. κατάλ. λογώ < λέγω (= ομιλώ)]. (II) βοτανίζω τον αγρό, αφαιρώ την αγριάδα ή άλλα βότανα που φυτρώνουν μετά το όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρία (= βοτάνι) + παραγ. κατάλ. λογώ < λέγω ( …   Dictionary of Greek

  • αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… …   Dictionary of Greek

  • αντιτέμνω — ἀντιτέμνω (Α) φρ. κόβω βότανα για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των ασθενειών («Φοῑβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῑσι») …   Dictionary of Greek

  • ασκληπιείο — I Ονομασία ιερών αφιερωμένων στον θεό Ασκληπιό, κατά την αρχαιότητα, όπου κατέφευγαν ο άρρωστοι για να ζητήσουν από τον θεό να τους υποδείξει τρόπο θεραπείας. Το περιφημότερο Α. βρισκόταν στην Επίδαυρο· άλλα φημισμένα υπήρχαν στην Τρίκη της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»