βόσκημα
1βόσκημα — that which is fed neut nom/voc/acc sg …
2βόσκημα — το (AM βόσκημα) [βόσκω] 1. ζώο που βόσκει, χορτοφάγο, εξημερωμένο ζώο νεοελλ. η βόσκηση αρχ. η νομή, η τροφή …
3βόσκημα — το το να βόσκει κανείς: Το κοπάδι βγήκε για βόσκημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βοσκημάτων — βόσκημα that which is fed neut gen pl …
5βοσκήμασι — βόσκημα that which is fed neut dat pl …
6βοσκήμασιν — βόσκημα that which is fed neut dat pl …
7βοσκήματα — βόσκημα that which is fed neut nom/voc/acc pl …
8βοσκήματε — βόσκημα that which is fed neut nom/voc/acc dual …
9βοσκήματι — βόσκημα that which is fed neut dat sg …
10βοσκήματος — βόσκημα that which is fed neut gen sg …
Страницы