βόρβορος
1βόρβορος — mire masc nom sg …
2βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… …
3βόρβορος — ο 1. βρομερή λάσπη, βούρκος. 2. μτφ., η χειρότερη ηθική κατάπτωση: Από τότε που εγκατέλειψε την πατρική εστία έπεσε στο βόρβορο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βορβόρω — βόρβορος mire masc nom/voc/acc dual βόρβορος mire masc gen sg (doric aeolic) βορβορόω make muddy pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
5βορβόροις — βόρβορος mire masc dat pl …
6βορβόρου — βόρβορος mire masc gen sg βορβορόω make muddy pres imperat act 2nd sg βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
7βορβόρους — βόρβορος mire masc acc pl βορβορόω make muddy imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
8βορβόρων — βόρβορος mire masc gen pl βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βορβορόω make muddy imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
9βορβόρῳ — βόρβορος mire masc dat sg …
10βόρβορε — βόρβορος mire masc voc sg …