βόεια
1βοεία — βοείᾱ , βόειος of an ox fem nom/voc/acc dual βοείᾱ , βόειος of an ox fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βοείᾱ , βοείη of an ox fem nom/voc/acc dual βοείᾱ , βοείη of an ox fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2βοείᾳ — βοείᾱͅ , βόειος of an ox fem dat sg (attic doric aeolic) βοείᾱͅ , βοείη of an ox fem dat sg (attic doric aeolic) …
3βόεια — βόειος of an ox neut nom/voc/acc pl …
4βοείας — βοείᾱς , βόειος of an ox fem acc pl βοείᾱς , βόειος of an ox fem gen sg (attic doric aeolic) βοείᾱς , βοείη of an ox fem acc pl βοείᾱς , βοείη of an ox fem gen sg (attic doric aeolic) …
5βοείαν — βοείᾱν , βόειος of an ox fem acc sg (attic doric aeolic) βοείᾱν , βοείη of an ox fem acc sg (attic doric aeolic) …
6βόειος — α, ο (AM βόειος, α, ον) [βους] ο βοδινός αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. βοείη ή βοέη δέρμα βοδιού, ασπίδα από δέρμα βοδιού 2. «βόεια ρήματα» περήφανα, μεγάλα λόγια …
7τράγειος — α, ο / τράγειος, εῑα, ον, ΝΜΑ, και τράγιος, (ί)α, ον ΝΜ, και τράγεος, έα, ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. τραγεῖον, Α [τράγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, τραγήσιος (α. «τράγιο κρέας» β. «τῶν κρεῶν τὰ …