1βόαμα — βόαμα, το (Α) [βοώ] 1. δυνατή φωνή, κραυγή 2. ηχηρή μελωδία …
Dictionary of Greek
2βόαμα — βόᾱμα , βόαμα shriek neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)