βωμός
1βωμός — raised platform masc nom sg …
2βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …
3βωμός — ο 1. χαμηλό κτίσμα για θυσίες, θυσιαστήριο: Στην αρχαιότητα οδηγούσαν στο βωμό πολλά σφάγια ως θυσία στους θεούς. 2. άλλη ονομασία για την Αγία Τράπεζα. 3. μτφ., ιερός σκοπός: Πολλοί θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας κατά τη διάρκεια της… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βωμοῖο — βωμός raised platform masc gen sg (epic) …
5βωμοῖς — βωμός raised platform masc dat pl …
6βωμοῖσι — βωμός raised platform masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7βωμοῖσιν — βωμός raised platform masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8βωμοί — βωμός raised platform masc nom/voc pl …
9βωμοῦ — βωμός raised platform masc gen sg …
10βωμούς — βωμός raised platform masc acc pl …