βωμός

  • 101βωμολόχος — α, ο (Α βωμολόχος, ον) αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία νεοελλ. όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίες αρχ. 1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας 2. όποιος χρησιμοποιεί …

    Dictionary of Greek

  • 102βώμιος — βώμιος, ον και α, ον (Α) [βωμός] 1. αυτός που ανήκει στον βωμό 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει προσφύγει στον βωμό. ικέτης …

    Dictionary of Greek

  • 103διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …

    Dictionary of Greek

  • 104ελικώνας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ε. ήταν αδελφός του Κιθαιρώνα, αλλά τα δύο αδέλφια είχαν εντελώς αντίθετο χαρακτήρα. Ο άπληστος και πλεονέκτης Κιθαιρώνας, αφού σκότωσε τον πατέρα του, έριξε με ύπουλο τρόπο τον πράο… …

    Dictionary of Greek

  • 105ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …

    Dictionary of Greek

  • 106επακταίος — ἐπακταῑος, α, ον (Α) 1. ο επάκτιος, αυτός που βρίσκεται στην ακτή ή κοντά σ αυτήν 2. (το αρσ.) επίθετο τού Ποσειδώνος στη Σάμο, επειδή το ιερό και ο βωμός του βρίσκονταν στην ακτή …

    Dictionary of Greek

  • 107επιβωμίζω — ἐπιβωμίζω (AM) θυσιάζω στον βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *βωμίζω (< βωμός) τ. πού απαντά μόνον εν συνθέσει] …

    Dictionary of Greek

  • 108επιβώμιος — ἐπιβώμιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον βωμό («πῦρ ἐπιβώμιον», Ευρ.) 2. (για λόγο ή τραγούδι) αυτός που λέγεται ή απαγγέλλεται κοντά στον βωμό («ἐπιβώμιος λόγος») 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπιβώμιος ιερέας, θύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βώμιος …

    Dictionary of Greek

  • 109επιρρέζω — ἐπιρρέζω (Α) [ρέζω] 1. προσφέρω θυσία για κάτι («βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», Ομ. Οδ.) 2. θυσιάζω κατόπιν ή επιπλέον …

    Dictionary of Greek

  • 110ερωτίδια — Γιορτές στις αρχαίες Θεσπιές της Βοιωτίας, πόλη που ήταν από τους κυριότερους τόπους λατρείας του θεού Έρωτα. Στην πόλη υπήρχαν αγάλματα του θεού φιλοτεχνημένα από τον Πραξιτέλη και τον Λύσιππο. Εκεί τελούνταν κάθε πέντε χρόνια τα Ερώτια,… …

    Dictionary of Greek