βωμοί

  • 41Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 42Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek

  • 43Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …

    Dictionary of Greek

  • 44Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …

    Dictionary of Greek

  • 45Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …

    Dictionary of Greek

  • 46Εριό, Εντουάρ — (Éduard Herriot, 1872 – 1957). Γάλλος πολιτικός. Γιος αξιωματικού, σπούδασε στα καλύτερα σχολεία της Γαλλίας και αποφοίτησε από το ανώτατο εκπαιδευτήριο École Normale Supérieure (1894). Ασχολήθηκε με τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας… …

    Dictionary of Greek

  • 47Εύτρηση — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, κοντά στον δρόμο που οδηγούσε από τις Θεσπιές στις Πλαταιές. Ο Στράβων αναφέρει ότι στην Ε. κατοικούσαν ο Ζήθος και ο Αμφίων προτού βασιλέψουν στη Θήβα, ενώ ο Στέφανος ο Βυζάντιος αποδίδει σε αυτούς την οχύρωσή της με… …

    Dictionary of Greek

  • 48Ζόσερ — Όνομα δύο φαραώ της Μέμφιδος της 3ης δυναστείας (2800 2700 π.Χ.). Επίσης είναι γνωστοί και με το όνομα Ντζέσερ. Στα μνημεία της εποχής του, ο Ζ. Α’, για τον οποίο υπάρχουν πληροφορίες, αυτοαποκαλείται Ώρος Νετζερικχέτ. Στις μέρες του, η… …

    Dictionary of Greek

  • 49Ιλισός — Αρχαίος ποταμός της Αθήνας. Συνδέεται με τη μυθολογία, τις παραδόσεις και την ιστορία της. Ο Ι., ο πιο ονομαστός ποταμός μαζί με τον Κηφισό, πήγαζε από τον Υμηττό, διέρρεε το νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης και εξέβαλλε στο Φάληρο. Όπως αναφέρει ο …

    Dictionary of Greek

  • 50Κάμιρος — Αρχαία πόλη στη δυτική ακτή της Ρόδου. Οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν Κάρες· έπειτα εγκαταστάθηκαν εκεί Αχαιοί και περίπου το 1000 π.Χ. Δωριείς. Η Κ. ανήκε στη Δωρική Εξάπολη και ήταν μέλος της Α’ Αθηναϊκής συμμαχίας. Μετά την ίδρυση της Ρόδου κατά… …

    Dictionary of Greek