βωμοί

  • 11ARAE Solis — promontorium Callaicorum. Ptol. Capo di Mongta Moletio. Sed Graeci codices. Σηςτίου βωμοὶ habent. Nic. Loydius …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12BUTES — I. BUTES Troianus a Camilla occisus est. Virg. Aen. l. 11. v. 690. Protinus Orsilochum et Buten duo maxima Teucrûm Corpora. Item Scitharum fluv. cui propinqui sunt Agathyrsi et Sarmatae. Tortellius. II. BUTES fil. Amyci, Bebryciorum Regis, qui ob …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13CAESARIS Arae — Καίσαρος Βωμοὶ, ad Tanaim Sarmaticum locus, memoratus Ptolemaeo, de quo vide salmas. ad Solin. p. 790 …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14DEDICANDI Ritus — antiquissimo in usu. Et apud Hebraeos qui [Gap desc: Hebrew]; apud Graecos ἐγκαινίζειν et ἐγκαίνια et ἐγκαινι???μὸς, idem, quodLatinis Initiare ac Initia, seu Initiamenta ac dedicare et Dedicatio est, consecratio sc. seu usibus sacris cultuique… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15PERJURIUM — quanto in horrore fuerit Atheniensibus, vel hinc videre est, quod, sicut virum bonum indigitare volentes, eum vocârunt ἔυορκον, i. e. iuratae fidei tenacem, Hesiod. in ἔργ. v. 188. Οὐδέ τις ἐυόρκου χάρις ἔςςεται οὔτε δικαίου. Et Aristophanes… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 16TAUROPOLIUM — urbs Aquitaniae. Erat et templum Dianae in Samo insul. praeclarum, Steph. in Iearia. Dionysius, – Ο῞θι Ταυροπόλοιο θεοῖο Βωμοὶ κνιςςήεντες ἀδευκέα καπνὸν ἔχουσι. Vide Suidam in Ταυροπόλαν. Quibusdam idem cum Taurobolio, de quo supra. Et certe… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 17Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 18Ιοβάκχεια — Γιορτή προς τιμήν του Διονύσου, την οποία τελούσαν σε ανάμνηση των Θυιάδων και των Βακχίδων, με πορεία από τον Παρνασσό προς τους Δελφούς. Ιόβακχοι, εξάλλου, ονομάζονταν στην αρχαία Αθήνα εκείνοι που αποτελούσαν τον αθηναϊκό θρησκευτικό θίασο… …

    Dictionary of Greek

  • 19Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 20Πάρνηθα — I Oρεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχαρνών και βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο βουνό, B του δήμου. II Όρος της Αττικής, το υψηλότερο και ογκωδέστερο, στα όρια με τη… …

    Dictionary of Greek