βυρσοδέψῃ
1βυρσοδέψῃ — βυρσοδέψης tanner masc dat sg (attic epic ionic) …
2Ιππής — Κωμωδία του Αριστοφάνη. Διδάχθηκε στα Λήναια το 424 π.Χ., χαρίζοντας το πρώτο βραβείο στον δημιουργό της. Στην εισαγωγή του έργου δύο δούλοι, που ουσιαστικά υποδύονται τους στρατηγούς Νικία και Δημοσθένη, παραπονιούνται στον αφέντη τους, Δήμο,… …
3Σκίτων — ὁ, Α κωμική ονομασία βυρσοδέψη στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Σκίταλοι] …
4αδέψητος — ἀδέψητος, ον (Α) [δέψω] (για δέρματα) ακατέργαστος, που δεν έχει υποστεί κατεργασία από βυρσοδέψη …
5βυρσοδεψικός — ή, ό (AM βυρσοδεψικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βυρσοδεψία νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. βυρσοδεψική, η η τέχνη του βυρσοδέψη (αρχ. μσν.) ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για τη βυρσοδεψία …
6γναφείo — το (AM γναφεῑον, Α και κναφεῑον και κναφήϊον) [κναφεύς] το εργαστήριο τού βυρσοδέψη …
7κέαρνον — κέαρνον, τὸ (Α) εργαλείο τού ξυλουργού και τού βυρσοδέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεάζω, κατά το σκέπαρνον] …
8κοσκυλμάτιον — κοσκυλμάτιον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ κοσκυλμάτια αποκόμματα δέρματος β) (κωμικά) οι κολακείες τού βυρσοδέψη Κλέωνος προς τον Δήμο («ἐθώπευ , ἐκολάκευ , ἐξηπάτα κοσκυλματίοις ἄκροισι, τοιαυτὶ λέγων» χάιδευε, κολάκευε, εξαπατούσε με πολύ μικρά… …
9σκυτοδεψικός — ή, όν, Α [σκυτοδέψης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από βυρσοδεψία 2. το θηλ. ως ουσ. ή σκυτοδεψική α) (ενν. κόπρος) η κοπριά που μένει από τα υπολείμματα τής κατεργασίας δερμάτων β) (ενν. τέχνη) η… …
10στροβεία — ἡ, Α [στροβεύς] εργαστήριο βυρσοδέψη …
- 1
- 2