βυρσοδέψης
1βυρσοδέψης — tanner masc nom sg βυρσοδεψέω dress imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2βυρσοδέψης — ο (AM βυρσοδέψης) τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα νεοελλ. ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + δέψης < δέφω «τρίβω, μαλακώνω»] …
3βυρσοδέψης — ο ο τεχνίτης που ασχολείται με την κατεργασία δερμάτων, ο ταμπάκης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βυρσοδέψαι — βυρσοδέψης tanner masc nom/voc pl βυρσοδέψᾱͅ , βυρσοδέψης tanner masc dat sg (doric aeolic) …
5βυρσοδεψῶν — βυρσοδέψης tanner masc gen pl βυρσοδεψέω dress pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
6βυρσοδέψαις — βυρσοδέψης tanner masc dat pl …
7βυρσοδέψην — βυρσοδέψης tanner masc acc sg (attic epic ionic) …
8βυρσοδέψου — βυρσοδέψης tanner masc gen sg …
9βυρσοδέψῃ — βυρσοδέψης tanner masc dat sg (attic epic ionic) …
10βυρσοδέψας — βυρσοδέψᾱς , βυρσοδέψης tanner masc acc pl βυρσοδέψᾱς , βυρσοδέψης tanner masc nom sg (epic doric aeolic) …