βυρσοδέψης
31σκυτοδέψης — και σκυτόδεψος, ὁ, Α 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης 2. αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα πάνω στο άλλο, μπαλωματής («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῡναι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο… …
32σκυτοδεψώ — έω, Α [σκυτοδέψης] κατεργάζομαι σκύτη, δέρματα, είμαι βυρσοδέψης …
33σπατοληαστάς — ὁ, Α (δωρ. τ.) βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάτος «δέρμα» + ληαστάς, δωρ. τ. αντί λειαστής (< λεῖος)] …
34ταμπάκης — ο, Ν βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabak] …
35τομαράς — ο, Ν βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τομάρι + κατάλ. άς (πρβλ. ψωμ άς)] …
36φούλλων — ωνος, ὁ, Α γναφέας, εργάτης που καθαρίζει μαλλιά και δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fullō, onis «γναφέας, βυρσοδέψης»] …
37Άνυτος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Τιτάνας, θετός πατέρας της θεάς Δεσποίνης. II (5ος – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο. Αθηναίος πολιτικός. Γιος του Ανθεμίωνα, πλούσιος βυρσοδέψης. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν στρατηγός· κατηγορήθηκε όμως για… …
38ταμπάκης — ο (λ. τουρκ.), βυρσοδέψης, κατεργαστής δερμάτων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
39βυρσοδέψεω — βυρσοδέψεω̆ , βυρσοδέψης tanner masc gen sg (epic ionic) …