βυρσοδέψης
21γναφέας — και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) [κνάφος] 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης 2. αυτός που κατεργάζεται μαλλί αρχ. ονομασία ψαριού …
22δέψης — ο ο βυρσοδέψης …
23δερματομαλάκτης — δερματομαλάκτης, ο (Α) ο βυρσοδέψης …
24δερματουργός — (AM δερματουργός) αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης …
25νακοδέψης — νακοδέψης, ὁ (Α) ο βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. νάκη «προβιά» + δέψης (< δέφω «τρίβω, μαλακώνω), πρβλ. βυρσο δέψης, σκυλο δέψης] …
26πετσάς — ο, Ν [πετσί] 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα ζώων, βυρσοδέψης 2. αυτός που πουλάει δέρματα ζώων 3. ο οικόσιτος χοίρος, τού οποίου αξιοποιούν και το δέρμα εκτός από το κρέας και το λίπος …
27ρινοδέψης — ὁ, Α βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + δέψης (< δέφω «κατεργάζομαι δέρματα»), πρβλ. βυρσο δέψης] …
28σκυλαδέψης — ὁ, Μ αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σκυλοδέψης] …
29σκυλοδέψης — και σκυλοδέσφης, ὁ, Α αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος (τὸ) «δέρμα ζώου» + δέψης / δέσφης (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»), πρβλ. βυρσο δέψης] …
30σκυτοβυρσεύς — εως, ὁ, Α εργάτης που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + βυρσεύς (< βύρσα «δέρμα, τομάρι»)] …