βυρσοδέψης
11CORIUM Crudum — pectorale Veteribus. Statius, l. 12. Theb. v. 774. venit ecce Creon: sic fatus et auras Dissipat hasta tremens, tunc quem subtemine durô Multiplicem tenues itcrant thoraca catenae, Incidit. Ubi subtemen est corium crudum, quod loricae suberat et… …
12απαλυντής — ἁπαλυντής, ο (Μ) εκείνος που κάνει απαλά τα δέρματα, ο βυρσοδέψης …
13βυρσαίετος — βυρσαίετος, ο (Α) (περιφρονητική επωνυμία του Κλέωνος) ο αϊτός το τομάρι, ο βυρσοδέψης που κάνει τον αϊτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + αιετός «αετός»] …
14βυρσεργάτης — βυρσεργάτης, ο (Μ) ο βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + εργάτης] …
15βυρσεύς — βυρσεύς, ο (Α) [βύρσα] ο βυρσοδέψης …
16βυρσοδεψείο — το (Μ βυρσοδεψεῖον) [βυρσοδέψης] ο τόπος, το εργοστάσιο όπου γίνεται κατεργασία δερμάτων …
17βυρσοδεψώ — βυρσοδεψῶ ( έω) (Α) [βυρσοδέψης] κατεργάζομαι δέρματα …
18βυρσοπαφλαγών — βυρσοπαφλαγών, ο (Α) (παρωνυμία του Κλέωνος) ο βυρσοδέψης Παφλαγών …
19βυρσοποιός — βυρσοποιός, ο (Α) ο βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + ποιός < ποιώ] …
20βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… …