βρᾰχύτης
1βραχύτης — shortness fem nom sg …
2βραχύτησιν — βραχύτης shortness fem dat pl …
3βραχύτητα — βραχύτης shortness fem acc sg …
4βραχύτητας — βραχύτης shortness fem acc pl …
5βραχύτητες — βραχύτης shortness fem nom/voc pl …
6βραχύτητι — βραχύτης shortness fem dat sg …
7βραχύτητος — βραχύτης shortness fem gen sg …
8βραχύτητα — η (AM βραχύτης) [βραχύς] 1. η έλλειψη ύψους ή μήκους 2. (για χρόνο) η συντομία 3. το να είναι συλλαβή ή φωνήεν βραχύ αρχ. 1. η στενότητα 2. (για θάλασσα) το να είναι ρηχή 3. η πενία, η απορία …
9νοσώδης — ες (ΑΜ νοσώδης, ῶδες) [νόσος] 1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος 2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῑαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις» …
10ԿԱՐՃՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1075 Chronological Sequence: 8c գ. βραχύτης brevitas. Կարճ գոլն. եւ Սղութիւն. հակակայ երկայնութեան եւ երկարութեան. ... *Կարճութիւն ժամանակի, կամ աւուրց. Խոր. ՟Գ. 1. 51: Յհ. իմ. ատ …