βρότος
51βροτοκτόνος — βροτοκτόνος, ον (AM) ανθρωποκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + κτόνος < κτείνω] …
52βροτολοιγός — βροτολοιγός, όν (Α) ο ολέθριος για τους θνητούς, εκείνος που αφανίζει ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + λοιγός «καταστροφή, φθορά»] …
53βροτοσκόπος — βροτοσκόπος, ον (Α) εκείνος που παρατηρεί ή παρακολουθεί τους θνητούς και τις πράξεις τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + σκοπος < σκοπός] …
54βροτοστυγής — βροτοστυγής, ές (Α) ο μισητός από τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + στύγος «αποτροπιασμός»] …
55βροτοστόνος — βροτοστόνος, ον (Α) αυτός που προξενεί στεναγμούς ή βάσανα στους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + στόνος < στόνος «στεναγμός»] …
56βροτοφθόρος — βροτοφθόρος, ον (Α) 1. εκείνος που καταστρέφει τους ανθρώπους 2. φρ. «σκῡλα βροτοφθόρα» λάφυρα από σκοτωμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + φθόρος < φθείρω] …
57βροτωφελής — βροτωφελής, ές (Α) ωφέλιμος για τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + ωφελής < όφελος «χρησιμότης, ωφέλεια»] …
58βροτόγηρυς — βροτόγηρυς, υ (Α) (για τον παπαγάλο) αυτός που έχει ανθρώπινη φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + γήρυς «φωνή»] …
59βροτόεις — βροτόεις, εσσα, εν (Α) [βρότος] κηλιδωμένος με ανθρώπινο αίμα …
60βρότειος — βρότειος, α, ον και βρότεος, η, ον (Α) [βροτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βροτούς, ο ανθρώπινος («βρότειον γένος», «βρότειοι πόνοι») …