βρότος

  • 21βρότους — βρότος blood that has run from a wound masc acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22βρότων — βρότος blood that has run from a wound masc gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 23βρότῳ — βρότος blood that has run from a wound masc dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 24μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… …

    Dictionary of Greek

  • 25Ichor —  Pour l’article homophone, voir Ikor. Dans la mythologie grecque, l ichor (en grec ancien ἰχώρ / ikhốr) est le sang des dieux, différent de celui des mortels. C est, à l origine, un terme médical ionien qui désigne une sérosité, par… …

    Wikipédia en Français

  • 26αμφίβροτος — ἀμφίβροτος, ον και ος, η, ον (Α) 1. αυτός που καλύπτει, που περιβάλλει ολόκληρο τον άνθρωπο (στον Όμ. πάντα για την ασπίδα) 2. (φρ. στη Φιλοσ.) «ἀμφίβροτος ἀσπίς», το σώμα που περιβάλλει, που κλείνει μέσα του την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * +… …

    Dictionary of Greek

  • 27βροτούμαι — βροτοῡμαι ( όομαι) (AM) (για την ενανθρώπιση του Χριστού) γίνομαι άνθρωπος, ενσαρκώνομαι αρχ. λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός* με τη σημ. «γίνομαι άνθρωπος» και < βρότος* με την αρχ. σημ. «λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 28μελάμβροτος — μελάμβροτος, ον (Α) 1. (για τη χώρα τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μαυρειδερός, μελαψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βροτός (πρβλ. αλεξί μβροτος, ημί βροτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 29μορτός — μορτός, ή, όν (Α) θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μορτός < *mrto s εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα *mr τής ΙΕ ρίζας *mer «πεθαίνω» και αντιστοιχεί προς τα αρχ. ινδ. marta , αβεστ. marәta «θνητός, άνθρωπος». Παράλληλα υπάρχει ο τ. βροτός < *μροτός,… …

    Dictionary of Greek

  • 30σαοσίμβροτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σαόμβροτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος (κατά τα σωσι ) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. τερψί μβροτος] …

    Dictionary of Greek