βρέχω
1βρέχω — Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg …
2βρέχω — βρέχω, έβρεξα βλ. πίν. 31 (και ως απρόσ. βρέχει) …
3βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …
4βρέχω — έβρεξα, βράχηκα και βρέχτηκα, βρεγμένος 1. υγραίνω, μουσκεύω: Μ’ έπιασε βροχή στο δρόμο και βράχηκα ως το κόκαλο. 2. κατουρώ: Το μωρό με έβρεξε όταν το πήρα στην αγκαλιά μου. 3. απρόσ., βρέχει ρίχνει βροχή: O Mάρτιος μας έβρεξε καλά φέτος. 4. φρ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5βρέχον — βρέχω Acut. (Sp.) pres part act masc voc sg βρέχω Acut. (Sp.) pres part act neut nom/voc/acc sg βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
6βεβρεγμένα — βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβρεγμένᾱ , βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβρεγμένᾱ , βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
7βρέξαι — βρέχω Acut. (Sp.) aor imperat mid 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) aor inf act βρέξαῑ , βρέχω Acut. (Sp.) aor opt act 3rd sg …
8βρέξον — βρέχω Acut. (Sp.) aor imperat act 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) fut part act masc voc sg βρέχω Acut. (Sp.) fut part act neut nom/voc/acc sg …
9βρέξω — βρέχω Acut. (Sp.) aor subj act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) fut ind act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
10βρέχεσθε — βρέχω Acut. (Sp.) pres imperat mp 2nd pl βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd pl βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …