βρέχω
31αιματοβρέχω — βρέχω, ραντίζω, ποτίζω με αίμα …
32ανασταλάζω — βρέχω σιγανά και επίμονα, ψιλοβρέχω …
33παραβρέχω — βρέχω πάρα πολύ, ραντίζω ή μουσκεύω κάτι με περισσότερο νερό από όσο χρειαζόταν …
34βεβρεγμέναις — βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem dat pl …
35βεβρεγμένη — βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
36βεβρεγμένην — βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
37βεβρεγμένης — βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …
38βεβρεγμένοι — βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp masc nom/voc pl …
39βεβρεγμένοις — βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp masc/neut dat pl …
40βεβρεγμένος — βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp masc nom sg …