βρέφος
1βρέφος — babe in the womb neut nom/voc/acc sg …
2βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …
3βρέφος — το το νεογέννητο, το μωρό: Τα βρέφη χρειάζονται απαραίτητα τη μητέρα τους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Θείον Βρέφος — Όρος της χριστιανικής θεολογίας που χαρακτηρίζει τον Ιησού σε νηπιακή ηλικία. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη ζωγραφική και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, προκειμένου για πίνακες ή φορητές εικόνες, που απεικονίζουν τον Ιησού με την Παναγία. «Η Παναγία …
5βρέφει — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (attic epic) βρέφεϊ , βρέφος babe in the womb neut dat sg (epic ionic) βρέφος babe in the womb neut dat sg …
6βρέφη — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
7βρεφυλλίοιν — βρέφος babe in the womb neut gen/dat dual βρεφύλλιον neut gen/dat dual …
8βρεφυλλίοις — βρέφος babe in the womb neut dat pl βρεφύλλιον neut dat pl …
9βρεφυλλίου — βρέφος babe in the womb neut gen sg βρεφύλλιον neut gen sg …
10βρεφυλλίων — βρέφος babe in the womb neut gen pl βρεφύλλιον neut gen pl …